- κοιλογάστωρ
- κοιλογάστωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)1. αυτός που έχει κοίλη τη γαστέρα, δηλ. αυτός που πεινά συνεχώς, αδηφάγος, πειναλέος («οὐδὲ κοιλογάστορες λύκοι πάσονται», Αισχύλ.)2. φρ. μτφ. «κοιλογάστωρ κύκλος» — κοίλη ασπίδα (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυ-γάστωρ, ολβιο-γάστωρ].
Dictionary of Greek. 2013.