κοιλογάστωρ

κοιλογάστωρ
κοιλογάστωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει κοίλη τη γαστέρα, δηλ. αυτός που πεινά συνεχώς, αδηφάγος, πειναλέος («οὐδὲ κοιλογάστορες λύκοι πάσονται», Αισχύλ.)
2. φρ. μτφ. «κοιλογάστωρ κύκλος» — κοίλη ασπίδα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυ-γάστωρ, ολβιο-γάστωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοιλογάστορες — κοιλογάστωρ hollow bellied masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλογάστορος — κοιλογάστωρ hollow bellied masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”